- επίκλητος
- -η, -ο (Α ἐπίκλητος, -ον) [επικαλώ]νεοελλ.αυτός που τόν επικαλέστηκε κάποιος για βοήθειααρχ.1. αυτός που προσκλήθηκε, που συγκλήθηκε για κάποιο σκοπό2. βοηθός στον πόλεμο, καλεσμένος για βοήθεια, σύμμαχος («ἐπίκλητοί σφι ἐόντες εἵποντο», Ηρόδ.)3. αυτός που καλείται, που ενάγεται στο δικαστήριο4. (για προσκεκλημένους) υπεράριθμος5. ξένος, από ξένη χώρα, αλλοδαπός6. διακεκριμένος, επίσημος7. επονομαζόμενος, καλούμενος («πηγή ἐπίκλητος Σιαγόνος», Ωριγ.)8. αυτός που καλείται σ’ ένα αξίωμα, επομένως διακεκριμένος, επιφανής9. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίκλητοςἐπίξενος, δαιτυμών»10. ο πληθ. ως ουσ. οἱ ἐπίκλητοιοι σύμβουλοι τού βασιλιά τών Περσών.
Dictionary of Greek. 2013.